- ψαμαθηΐς
- ψᾰμᾰθ-ηΐς, ίδος, ἡ,A sandy, Nic.Th.887.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψαμαθηΐς — ΐδος, ἡ, Α 1. αμμουδιά 2. (ως επίθ. θηλ.) αμμώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμαθος «άμμος» + κατάλ. ηΐς (πρβλ. χλωρ ηΐς)] … Dictionary of Greek
ψαμαθηίδα — ψαμαθηίς sandy fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαμαθηίδας — ψαμαθηίς sandy fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)